υπεραίρω

υπεραίρω
ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω]
1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι
υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι
νεοελλ.
μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ
μσν.-αρχ.
υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α. «ὑπεραίρειν τὸ μέγεθος τοῡ δένδρου», Θεόφρ.
β. «αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου», ΠΔ)
αρχ.
1. πηδώ, περνώ πάνω από κάτι («ἵπποι... εἰθισμένοι τάφρους διαπηδᾱν καὶ τειχία ὑπεραίρειν», Ξεν.)
2. παρακάμπτω, περνώ πέρα από κάποιο σημείο («κάμψαντες δὲ τὸν Πάχυνον ὑπερῆραν εἰς Ἔκνομον», Αρρ.)
3. στρ. περικυκλώνω με υπερφαλάγγιση, υπερφαλαγγίζω
4. φτάνω πέρα από κάποιο σημείο, υπερακοντίζω («οὐθ' ὑπεράρας, οὐδ' ὑποκάμψας καιρόν», Αισχύλ.)
5. υπερτερώ, υπερέχω σε κάτι («σὺ τοσοῡθ' ὑπερῆρας ῥῴμη καὶ τόλμῃ», Δημοσθ.)
6. είμαι περισσότερος ή μεγαλύτερος από άλλον («μήθ' ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων μήτ' ἐλλείποντα», Πλάτ.)
7. καταβάλλω, νικώ («ὁ τῶν ἐναντίων ἡγεμὼν ὑπερῆρε τοὺς ἐπὶ τούτῳ ταχθέντας», Δημοσθ.)
8. ξεχειλίζω, πλημμυρίζω
9. μέσ. α) υψώνομαι πάνω από κάτι
β. εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι, επαναστατώ («ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον θεόν», ΚΔ)
10. (η μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπεραίρων
ονομασία που δόθηκε στον μήνα Δεκέμβριο από τον Κόμμοδο
11. (το ουδ. μτχ. ενεστ.) τὸ ὑπεραῑρον
η υπερβολή
12. φρ. α) «ὑπεραίρω τὸ φθέγμα» — υψώνω πολύ τον τόνο τής φωνής (Λουκιαν.)
β) «ὑπεραίρω τὸ πέλαγος» — περνώ, διαπλέω το πέλαγος (Πολ.)
γ) «ὑπεραίρω ὑπέρ τι» — εκτείνομαι πέρα από κάτι (Αρρ.)
δ) «ὑπεραίρειν ἔξω τὰ βλέφαρα» — προκαλώ διόγκωση τών βλεφάρων προς τα έξω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπεραίρω — lift pres subj act 1st sg ὑπεραίρω lift pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεραιρώ — έω, Α 1. παίρνω επί πλέον 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ («τῶν ὑπεραιρούντων τὸν ἀριθμὸν τῶν ἱερέων», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἱρῶ «λαμβάνω, παίρνω με τα χέρια»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπεραίρεσθε — ὑπεραίρω lift pres imperat mp 2nd pl ὑπεραίρω lift pres ind mp 2nd pl ὑπεραίρω lift imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραίρετε — ὑπεραίρω lift pres imperat act 2nd pl ὑπεραίρω lift pres ind act 2nd pl ὑπεραίρω lift imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραίρῃ — ὑπεραίρω lift pres subj mp 2nd sg ὑπεραίρω lift pres ind mp 2nd sg ὑπεραίρω lift pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεράρῃ — ὑπεραίρω lift aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) ὑπερά̱ρῃ , ὑπεραίρω lift aor subj mid 2nd sg ὑπερά̱ρῃ , ὑπεραίρω lift aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραιρομένων — ὑπεραίρω lift pres part mp fem gen pl ὑπεραίρω lift pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραιρόμενον — ὑπεραίρω lift pres part mp masc acc sg ὑπεραίρω lift pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραιρόντων — ὑπεραίρω lift pres part act masc/neut gen pl ὑπεραίρω lift pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραῖρον — ὑπεραίρω lift pres part act masc voc sg ὑπεραίρω lift pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”